Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τυμβίον — τὸ, Α [τύμβος] υποκορ. τού τύμβος … Dictionary of Greek
τύμβιος — ία, ον, ΜΑ, και τ. θηλ. τυμβιάς, άδος Μ, και τ. θηλ. τύμβιος Α [τύμβος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τύμβο, επιτύμβιος, επιτάφιος αρχ. (για πρόσ.) θαμμένος («Κλεοπάτραν τύμβιον», επιγρ.) … Dictionary of Greek